- στερεοεπιλεκτικός
- -ή, -ό, Ν1. χημ. (για χημικές αντιδράσεις ή διεργασίες) αυτός κατά τον οποίο επικρατεί ο σχηματισμός ενός από τα στερεοϊσομερή μιας χημικής ένωσης2. (χημ.-τεχνολ.) (για αντίδραση πολυμερισμού) αυτός κατά τον οποίο πολυμερίζονται ξεχωριστά και οι δύο οπτικοί αντίποδες ενός μονομερούς που εισάγεται με τη μορφή ρακεμικού μίγματος.
Dictionary of Greek. 2013.